- σύμπτυγμα
- το складка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμπτυγμα — το, ΝΜ [συμπτύσσω] πτυχή υφάσματος … Dictionary of Greek
σύμπτυγμα — το αυτό που έχει συμπτυχθεί, το διπλωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόνγουεϊ, Τζον Χόρτον — (John Horton Conway, Λίβερπουλ 1937 –). Άγγλος μαθηματικός. Το 1959 έλαβε το πτυχίο μαθηματικών από το κολέγιο Γκόνβιλ και Κάιους του Κέιμπριτζ και ξεκίνησε έρευνα στη θεωρία των αριθμών. Το 1964 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του και ορίστηκε… … Dictionary of Greek
Λιτς, Τζον — (John Leech, Γουέιμπριτζ, Σάρεϊ 1926 – Γουέιβερλεϊ, Σκοτία 1992). Άγγλος μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Το 1950 αποφοίτησε από το Βασιλικό Κολέγιο του Κέιμπριτζ και άρχισε να εργάζεται στο Μάντσεστερ, στην κατασκευή ενός ψηφιακού υπολογιστή. Το … Dictionary of Greek